- πανύμνητος
- -ον, ΜΑαυτός που υμνείται από όλους («τὴν πανύμνητον ἑορτασάντων πανήγυριν», Αμφιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὑμνητός (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ-ύμνητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
вьсехвальныи — (6) пр. Всеми прославляемый: Въскую мѩ. Добродѣтелными подвиги исправленьи. твои(х) о҃че всехвалне. Мин XIV (май, 2), 17 об.; то же ПКП 1406, 6в; в роли с.: пребл҃жне и всехвалне. миръ и здравиѥ и тверду ми державу. моли г(с)а дати кн҃зю нашему.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek